άγραψ

άγραψ
ἄγραψ (Μ) [γράφω]
αυτός που δεν επιτρέπεται να ζωγραφίζεται
(λέγεται για τον Χριστό, γιατί ως γιος τού Θεού δεν ήταν δυνατόν ούτε έπρεπε να ζωγραφίζεται, ενώ ως γιος τής Παναγίας επιτρεπόταν: «ἐκ πατρὸς ἄγραψ, ἐκ τεκούσης γραπτέος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”